άμοιαστος

άμοιαστος
η , ο непохожий, разный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "άμοιαστος" в других словарях:

  • άμοιαστος — η, ο (Μ ἄμοιαστος) 1. αυτός που δεν μοιάζει ή δεν έμοιασε με κάποιον άλλον 2. αταίριαστος, απίθανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μοιάζω] …   Dictionary of Greek

  • άμοιαστος — η, ο αυτός που δε μοιάζει σε κάποιον άλλο: Τόσο άμοιαστα αδέρφια δεν έχω ξαναδεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»